φούμη

φούμη
η, Ν
βλ. φήμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φούμη — η η φήμη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

  • φουμιά — η, Ν (διαλ. τ.) καύχημα, καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούμη, άλλος τ. τού φήμη + κατάλ. ιά (πρβλ. καπν ιά)] …   Dictionary of Greek

  • φούμος — ο, και φούμο, το, Ν 1. καπνιά 2. είδος μαύρης μπογιάς 3. φρ. «τού ριξα φούμο» μτφ. τόν καταψήφισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»]. τὸ, Μ καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • Θέρισο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 113 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Επανάσταση του Θ. Με αυτή την ονομασία είναι γνωστή η επαναστατική κίνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, προϊστάμενου της… …   Dictionary of Greek

  • Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”